Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Τα οφέλη των Νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία


Τα οφέλη των Νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία


Εισαγωγή
Συχνά διατυπώνεται η άποψη από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς πως οι νέες τεχνολογίες αποτελούν μια »πληγή» στην καθημερινότητα των μαθητών και ειδικότερα κατά την  εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία και τροφοδοτείται ακόμη περισσότερο με την εισαγωγή και επίσημα πλέον των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική πράξη. Όμως, παρόλο που αρκετοί πιστεύουν ότι το διαδίκτυο απομονώνει τα παιδιά και τα καθιστά παθητικούς δέκτες της πληροφορίας,  έρευνες έχουν δείξει ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί συμφωνούν με τη χρήση των νέων τεχνολογιας στη διδασκαλία. Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών καταρτίζονται συστηματικά ώστε να εκπαιδευτούν επαρκώς στη σωστή χρήση των ΤΠΕ, ενώ οι περισσότεροι γονείς δηλώνουν ευχαριστημένοι από την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στα σχολεία καθώς θεωρούν αμεσότερη και αποτελεσματικότερη την εκμάθηση μέσω της χρήσης των δυνατοτήτων που παρέχει η τεχνολογία στους μαθητές. Θεωρείται λοιπόν πως με την ένταξη των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στην εκπαιδευτική διαδικασία, οι μαθητές θα αποκτήσουν γνώσεις και θα κατανοήσουν έννοιες, θα αναπτύξουν δεξιότητες συνεργασίας και επικοινωνίας, θα ψυχαγωγηθούν και θα ενθαρρυνθούν στη χρήση των νέων τεχνολογιών στην καθημερινή ζωή (Plowman & Stephen, 2005). Αν ο υπολογιστής χρησιμοποιηθεί σωστά σε κατάλληλο μαθησιακό περιβάλλον μπορεί να συμβάλλει θετικά στην κοινωνικοποίηση των παιδιών αναπτύσσοντας τις δεξιότητές τους, τη δημιουργικότητά τους και καλλιεργώντας τη στάση τους για την επίλυση των προβλημάτων, εντάσσοντας έτσι τις ΤΠΕ στην καθημερινότητα των νέων. Η τεχνολογία, όμως, δεν πρέπει να αποτελεί στόχο, αλλά μια χρήσιμη ενίσχυση της διδασκαλίας, για να εμπλουτίσει και να δώσει ποικιλία στο μαθησιακό περιβάλλον (Krajka, 2000; Fox 1998; Plowman & Stephen, 2003).
Σύμφωνα με τον Κόμη το διαδίκτυο συμβάλει στη δημιουργία αρμονικών σχέσεων και στην αποφυγή συγκρούσεων, ενισχύοντας τη συνεργασία και ευνοώντας όχι μόνο τη συναισθηματική αλλά και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών(Κόμης, 2012). Εύλογα λοιπόν προκύπτει και το συμπέρασμα πως εργαλεία που στο παρελθόν ήταν άγνωστα, στη σύγχρονη εποχή συμβάλλουν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, εξελίσσοντας τη σκέψη των παιδιών. Έτσι, όσο νωρίτερα ασχολούνται τα παιδιά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τόσο περισσότερο αποκτούν την ικανότητα να αναπτύσσουν τις ψηφιακές τους δεξιότητες (Δανασσής-Αφεντάκης, 1997).
Οι νέες τεχνολογίες στη μάθηση
Θετική αποτίμηση των ψηφιακών μέσων
Είναι γεγονός πως οι Τ.Π.Ε. δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το δάσκαλο. Βέβαια, αναμφίβολα  ο ρόλος του εκπαιδευτικού διαφοροποιείται με την εισαγωγή των ΤΠΕ στο σχολείο και γίνεται περισσότερο καθοδηγητικός και διαμεσολαβητικός (Forcier & Descy, 2002). Η εμπειρία του εκπαιδευτικού και η παρεμβατικότητά του συμβάλουν ώστε η νέα εκπαιδευτική τεχνολογία παρέχοντας εργαλεία και δυνατότητες (Ράπτης & Ράπτη, 2002) να αποκτήσει νόημα και στη συνέχεια να μετουσιωθεί σε μαθησιακό και αναπτυξιακό εργαλείο.
Σε ένα μαθησιακό περιβάλλον περισσότερο διαδραστικό, παρατηρείται πως ο μαθητής έχει ζωηρό ενδιαφέρον για την εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία και αποσπά την προσοχή των μαθητών ποικιλοτρόπως. Αρχικά, ωθεί τους μαθητές στην παραγωγή νέων ιδεών, στη διατύπωση κι έκφραση απόψεων καθώς και στη διερεύνηση λύσεων για πιθανά προβλήματα που προκύπτουν, από τα προς συζήτηση θέματα. Και η τεχνολογία πολυμέσων επεκτείνει σημαντικά αυτές τις δυνατότητες επιτρέποντας να χρησιμοποιούνται πολλαπλοί κώδικες αναπαράστασης (representational codes) και τροπικότητας (modalities) π.χ. γραφικά, ήχος, σχεδιοκίνηση, video (Plowman & Stephen, 2003). Ακόμη, ενισχύεται η διερευνητική μάθηση,  μέσω της οποίας ο μαθητής έχει τη δυνατότητα  να μεταβάλλει τα χαρακτηριστικά τους με προσομοιώσεις για παράδειγμα, ώστε να μπορέσει να κατανοήσει το σύστημα που μελετά, αναγνωρίζοντας τις αλλαγές που συμβαίνουν (Ντολιοπούλου, 1999).
Επιπλέον, η τεχνολογία επιτρέπει την επικοινωνία από απόσταση μέσω του διαδικτύου μεταφέροντας ταυτόχρονα κάθε αναπαράσταση μάθησης που απαιτείται για μία ποιοτική εκπαίδευση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της καταγραφής (documentation) των ενδιαφερόντων των παιδιών, βάσει των οποίων αναπτύσσονται τα διάφορα project, συμβάλλοντας στην υλοποίησή και των ατομικών ιδεών των παιδιών. Επίσης, τα τεχνολογικά μέσα παρέχουν στους μαθητές, τους παιδαγωγούς και τους γονείς τη δυνατότητα παρακολούθησης της πορείας των project και συνακόλουθα  της προόδου των παιδιών ώστε να τα βοηθήσουν να οργανώσουν και παρουσιάσουν τις ιδέες τους με διαφορετικά μέσα. Έτσι, εφαρμόζεται η ανακαλυπτική μάθηση με την εξερεύνηση και την αλληλεπίδραση των παιδιών μεταξύ τους και με το περιβάλλον ενώ τα παιδιά ωθούνται στην οπτικοποίηση του τρόπου σκέψης  και τον αναστοχασμό που αυτός μπορεί να παράγει (Hong & Street, 2004).
Βάσει των παραπάνω, όσο νωρίτερα ασχολούνται τα παιδιά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τόσο περισσότερο αποκτούν την ικανότητα να αναπτύσσουν τις ψηφιακές τους δεξιότητες, τις δεξιότητες δηλαδή που αποκτώνται με το χειρισμό των νέων τεχνολογιών και των ψηφιακών μέσων. Στον όρο ψηφιακές δεξιότητες εμπεριέχονται οι ικανότητες του ατόμου που σχετίζονται με τη δημιουργικότητα, όπως η φαντασία, καθώς και με την κριτική σκέψη και στάση   που ασκεί το άτομο  στα ψηφιακά μέσα, αμφισβητώντας και αναλύοντάς τα. Μια ακόμη δεξιότητα που αποκτά το άτομο είναι η κατανόηση της κοινωνίας και του πολιτισμού, καθώς και η  ικανότητα της αναζήτησης πληροφοριών που απαιτούνται για μια εργασία με την κριτική επιλογή τους. Φυσικά, σημαντική είναι η επικοινωνιακή δεξιότητα, η οποία και αναπτύσσεται μέσω έκφρασης συναισθημάτων, με την κατανόηση των διαφορικών εννοιών μιας λέξης και την επίγνωση της εκπροσώπησης του κοινού (Hague & Payton, 2010).
Η ενασχόληση των παιδιών με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ερεθίσματα που λαμβάνουν από την οικογένειά τους, όπως συμβαίνει δηλαδή με οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση. Εάν δηλαδή η οικογένεια παροτρύνει το παιδί να ασχοληθεί με τις νέες τεχνολογίες, τότε είναι πιο πιθανό να αναπτύξει και ψηφιακές δεξιότητες. Με την παρότρυνση της οικογένειας, συνδέεται άμεσα και το οικονομικό επίπεδο, από το οποίο εξαρτάται ως ένα βαθμό η ανάπτυξη ή μη των ψηφιακών δεξιοτήτων σε ένα παιδί. Έτσι, εάν οι γονείς προέρχονται από τα μεσαία ή ανώτερα κοινωνικά στρώματα,  τότε είναι περισσότερο πιθανό, το παιδί από μικρή κιόλας ηλικία να έχει εξοικειωθεί με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, σε αντίθεση με ένα παιδί χαμηλότερο οικονομικού επιπέδου (Huyer & Sikoska, 2003).
Διάφορες έρευνες, υποστηρίζουν τη θετική επιρροή των ΤΠΕ στην εκπαίδευση, κυρίως στις μικρές ηλικίες, εφόσον πρόκειται για κατάλληλα αναπτυξιακά προγράμματα. Τα παιδιά μαθαίνουν με ταχύτερους ρυθμούς (Segers & Verhoeven, 2002), ενώ τους δίνεται η δυνατότητα να μάθουν σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες και δυνατότητες προχωρώντας σε επόμενο γνωστικό επίπεδο, αφού πρώτα έχουν κατακτήσει το προηγούμενο, κάτι που δεν προσφέρεται στην παραδοσιακή διδασκαλία. Κατά την εργασία στον υπολογιστή τα παιδιά μικρής ηλικίας αναπτύσσουν μια πληθώρα κοινωνικών αλληλεπιδράσεων τόσο με τους συμμαθητές (σχολιασμοί, αλληλοβοήθεια και “μοίρασμα”της χρήσης του υπολογιστή), όσο και με τους εκπαιδευτικούς (σχόλια σε σχέση με την εργασία του παιδιού, παρέμβαση σε περίπτωση διάσπασης της προσοχής, παροχή βοήθειας στο παιδί) (Heft & Swaminathan, 2002).
Οι Shute & Miksal (1997) στην έρευνά τους παρατηρούν ότι τα παιδιά είναι περισσότερο συγκεντρωμένα και παρουσιάζουν πιο έντονο ενδιαφέρον για την μάθηση, όταν αυτή γίνεται με χρήση των ΤΠΕ. Επιπλέον, ο μαθητής συμμετέχει ενεργά στην εκπαιδευτική διαδικασία μέσα σε ένα διαδραστικό περιβάλλον, γεγονός που τον καθιστά από παθητικό δέκτη, δημιουργό της πληροφορίας και της γνώσης. Σύμφωνα με τον Poole η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην εκπαιδευτική διαδικασία, συνδέεται με την υποστήριξη της μάθησης, της διδασκαλίας, της κοινωνικοποίησης του παιδιού, της κοινωνικής ένταξης των παιδιών με ειδικές ανάγκες και της δημιουργικότητας και αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών (Σολομωνίδου, 2000, 76).
Συμπεράσματα
Όπως προκύπτει λοιπόν από τις έρευνες τα μικρά παιδιά μπορεί να ωφεληθούν από τις τεχνολογίες, εάν μια σειρά από στοιχεία είναι παρόντα κατά την εξέλιξη μιας δραστηριότητας με υπολογιστές (McCarrick & Xiaoming, 2007). Έτσι, θεωρείται βασική προϋπόθεση η δραστηριότητα που επιλέγεται να είναι σχετική με το πρόγραμμα σπουδών. Η επιλογή της τεχνολογίας που θα χρησιμοποιηθεί θα πρέπει να συνδέεται άμεσα με τα προβλήματα που αφορούν στην καθημερινή ζωή, ωθώντας τους νέους στη λήψη αποφάσεων μέσω της αλληλεπίδρασης κι ενισχύοντας έτσι την ενεργητική καθώς και ανακαλυπτική μάθηση. Αυτό προϋποθέτει την παρουσία των υπολογιστών μέσα στην τάξη κι όχι σε ξεχωριστό εργαστήριο, γεγονός που συμβάλλει στη συνεργασία και αλληλεπίδραση των μαθητών επιτρέποντάς τους να έχουν το δικό τους ρυθμό. Θα πρέπει να τονιστεί όμως πως η αλόγιστη χρήση μέσων και υλικών δε σημαίνει ότι θα έχει και θετικά αποτελέσματα. Ένας τέτοιος χειρισμός από πλευράς των εκπαιδευτικών θα επέφερε σύγχυση στα παιδιά, υψηλό βαθμό απαιτήσεων σχετικά με την ηλικία τους και τον κίνδυνο αποστασιοποίησης εκπαιδευτικών-μαθητών και ύπαρξης χαμηλών διαπροσωπικών σχέσεων στην τάξη.
Η παιδαγωγική αξιοποίηση των ΤΠΕ οφείλει να ακολουθεί κάποιες κατευθυντήριες γραμμές ως προς τη σχεδίαση και υλοποίηση του μαθησιακού περιβάλλοντος και την αξιολόγηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων. Έτσι, οι μαθησιακές δραστηριότητες θα πρέπει να βασίζονται σε μια συγκεκριμένη παιδαγωγική θεώρηση και θα πρέπει να συνάδουν με αυτή, ενώ η αξιολόγηση θα πρέπει να γίνεται με βάση την παιδαγωγική θεώρηση, τους εκπαιδευτικούς στόχους και τις ιδιαιτερότητες κάθε μαθητή. Φυσικά, οι μαθησιακές δραστηριότητες θα πρέπει να αξιοποιούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας, καθώς συνδέονται άμεσα με το κατάλληλο λογισμικό.
Bιβλιογραφία
Krajka, J. (2000). Using the Internet in ESL Writing Instruction. The Internet TESL Journal, 6(11).
McCarrick, K. & Xiaoming, L. (2007). Buried treasure: The impact of computer use on young children’s social, cognitive, language development and motivation. AACE Journal, 15 (1), 73-95.
Plowman, L. & Stephen, C. (2003). A “benign addition”? Research on ICT and pre-school children. Journal of Computer Assisted Learning, 19, 149- 164.
Shute, R. & Miksad, J. (1997). Computer assisted instruction and cognitive development in preschoolers. Child Study Journal, 27(3), 237-253.
Heft, T. M., & Swaminathan, S. (2002). The effects of computers on the social behavior of preschoolers. Journal of Research in Childhood Education, 16(2), 162-174.
Pryor, J., (1994), Enhancing Confidence in the Gender Sensitive Curriculum.National Association for Urban Studies, Lewis Cohen Urban Studies Centre, University of Brighton, United Kingdom.
Δανασσής-Αφεντάκης, Α. (1997), Εισαγωγή στην Παιδαγωγική-Σύγχρονες τάσεις της αγωγής. Αθήνα
Κόμης, Β. (2004J. Εισαγωγή στις εκπαιδευτικές εφαρμογές των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των επικοινωνιών. Αθήνα: Νέων ΤεχνολογιώνΚόμης, Β. (2012), Παιδαγωγικές δραστηριότητες με υπολογιστές στην προσχολική και στην πρώτη παιδική ηλικία, Πάτρα
Ράπτης, Α. & Ράπτη, Α. (2002). Μάθηση και Διδασκαλία στην εποχή της Πληροφορίας. Αθήνα: Τελέθριον.Σολομωνίδου, X. (2000). Η μάθηση με τη χρήση υπολογιστή: δεδομένα ερευνών. Themes in Education 1Q1,75-100. Αθήνα: Leader Books.
Ντολιοπούλου, Ε. (1999). Σύγχρονες τάσεις της προσχολικής αγωγής. Αθήνα: Εκδόσεις «Τυπωθήτω».


Τι είναι αυτισμός

Τι είναι Αυτισμός
Ο αυτισμός είναι μία σύνθετη νευροβιολογική διαταραχή που τυπικά διαρκεί καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του ατόμου. Είναι μέρος μίας ομάδας διαταραχών γνωστή ως Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος (ASD). Σήμερα, 1 στα 50 άτομα διαγιγνώσκονται με αυτισμό, καθιστώντας τον πιο κοινό από το συνολικό ποσοστό του παιδικού καρκίνου, του διαβήτη και του AIDS. Εμφανίζεται σε όλες τις φυλετικές, εθνικές και κοινωνικές ομάδες και είναι 4 φορές πιο πιθανό να εμφανιστεί σε αγόρια απ’ ότι κορίτσια. Ο αυτισμός εμποδίζει (καταστρέφει) την ικανότητα του ατόμου να επικοινωνεί και να συσχετίζεται με τους άλλους. Επίσης συνδέεται με δύσκαμπτες ρουτίνες και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, όπως η έμμονη ταξινόμηση αντικειμένων ή το να ακολουθεί πολύ συγκεκριμένες ρουτίνες. Τα συμπτώματα ποικίλουν από πολύ ήπια έως αρκετά σοβαρά.
Ο αυτισμός προσδιορίστηκε πρώτη φορά το 1943 από τον Dr. Leo Kanner του νοσοκομείου John Hopkins. Την ίδια περίοδο, ο Γερμανός επιστήμονας, Dr. Hans Asperger, περιέγραψε μία ηπιότερη μορφή της διαταραχής που είναι γνωστή ως το Σύνδρομο Asperger. Αυτές οι δύο διαταραχές βρίσκονται στη λίστα του DSM IV (Διαγνωστικό και Στατιστικό εγχειρίδιο για τις Νοητικές Διαταραχές) ως δύο από τις πέντε αναπτυξιακές διαταραχές που συμπεριλαμβάνονται στις διαταραχές αυτιστικού φάσματος. Οι άλλες είναι το Σύνδρομο Rett, PDD NOS ( διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή), και η Παιδική Αποσυνδετική Διαταραχή. Όλες αυτές οι διαταραχές χαρακτηρίζονται από διάφορα επίπεδα βλάβης στις ικανότητες επικοινωνίας και στις κοινωνικές δεξιότητες, και επίσης από επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές.
Οι διαταραχές αυτιστικού φάσματος συνήθως μπορούν να διαγνωστούν με αξιοπιστία από την ηλικία των 3, αν και η πρόσφατη έρευνα πάει την ηλικία διάγνωσης προς τα κάτω, τόσο νωρίς, όσο στην ηλικία των 6 μηνών. Συνήθως οι γονείς είναι αυτοί που παρατηρούν πρώτοι ασυνήθιστη συμπεριφορά στο παιδί τους ή την αδυναμία του παιδιού τους να κατακτήσει τα τυπικά αναπτυξιακά ορόσημα. Ορισμένοι γονείς περιγράφουν ένα παιδί που διέφερε από την στιγμή της γέννησής του, ενώ άλλοι περιγράφουν ένα παιδί που εξελισσόταν κανονικά και μετά έχασε αυτές τις δεξιότητες. Οι παιδίατροι ίσως αρχικά να απορρίψουν τα σημάδια του αυτισμού, σκεπτόμενοι ότι το παιδί «θα προφτάσει» και ίσως συμβουλέψουν τους γονείς να «περιμένουν και θα δουν». Οι νέες μελέτες δείχνουν ότι όταν οι γονείς υποψιάζονται ότι κάτι δεν πάει καλά με το παιδί τους, συνήθως έχουν δίκιο. Αν ανησυχείτε για την ανάπτυξη του παιδιού σας, μην περιμένετε : μιλήστε στον παιδίατρό σας για το να εξεταστεί το παιδί σας για αυτισμό.
Αν το παιδί σας διαγνωστεί με αυτισμό, η πρώιμη παρέμβαση είναι κρίσιμη για να επωφεληθείτε στο μέγιστο από τις υπάρχουσες θεραπείες. Αν και οι γονείς μπορεί να ανησυχούν ότι θα κολλήσει στο νήπιο η ταμπέλα του «αυτιστικού», όσο πιο νωρίς γίνει η διάγνωση, τόσο πιο νωρίς μπορεί να ξεκινήσει η παρέμβαση. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν κάποια αποτελεσματικά μέσα για να προλάβουμε τον αυτισμό, πλήρως αποτελεσματικές θεραπευτικές αγωγές, και καμία θεραπεία. Η έρευνα παρ’ όλα αυτά υποδηλώνει, ότι η πρώιμη παρέμβαση σε ένα κατάλληλο εκπαιδευτικό σκηνικό για τουλάχιστον δύο χρόνια στην προσχολική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές βελτιώσεις για αρκετά νεαρά παιδιά με κάποια διαταραχή του αυτιστικού φάσματος. Μόλις διαγνωστεί ο αυτισμός, θα πρέπει να ξεκινήσει και η εκπαίδευση της πρώιμης παρέμβασης. Τα αποτελεσματικά προγράμματα εστιάζουν στην ανάπτυξη της επικοινωνίας, των κοινωνικών και γνωστικών δεξιοτήτων.
Τα κείμενα αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του Οργανισμού Autism speaks (www.autismspeaks.org) και δημοσιεύονται με ειδική άδεια.